- ἐπιδέω (-έδησα)
- V 0-1-1-0-0=2 JgsB 16,21; Jer 28(51),63to bind on, to fasten on Jer 28(51),63; to bind JgsB 16,21
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
δένω — (AM δῶ, έω Μ και δέννω) Ι. συγκρατώ κάτι τυλίγοντάς το με σκοινί, κλωστή, σύρμα κ.λπ. («τόν έδεσαν χειροπόδαρα» «δήσαντες νηλέϊ δεσμῷ» αφού τόν έδεσαν με άλυτα δεσμά) 2. δένω κάτι από σταθερό σημείο, προσδένω κάτι σε κάτι άλλο («έδεσε τ άλογο… … Dictionary of Greek